- κατάχρισμα
- κατάχρισμα, τό (AM) [καταχρίω]1. αλοιφή2. άλειμμα, χρίσμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάχρισμα — salve neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχρισμάτων — κατάχρισμα salve neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχρίσμασι — κατάχρισμα salve neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχρίσμασιν — κατάχρισμα salve neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχρίσματα — κατάχρισμα salve neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχρίσματι — κατάχρισμα salve neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχρίσματος — κατάχρισμα salve neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)